ηδέ

ηδέ
ἠδέ (Α)
(σύνδ.)
1. και
2. (συνήθως σε αντιστοιχία και συσχετισμό με προηγούμενο ἠμέν) «ἠμέν... ἠδέ» — και... και
3. (συχνά προηγείται το τε)
«τε... ἠδέ» — και... καί («σκῆπτρον τ' ἠδὲ θέμιστας», Ομ. Ιλ.)
4. «ἠδὲ καί» — και επίσης
5. «μέν... ἠδέ» — και
6. «μέν τε... ἠδέ» — και... και
7. «ἠδ' ἔτι και» — και ακόμη
8. «ἠδέ τε» — και
9. «ἀτάρ ἠδέ» — αλλά και
10. «ἠδέ κε καί» — και δυνατόν επίσης
11. πολύ σπάνια σε αρχή προτάσεως («ἠδὲ και οἵδε», Ομ. Οδ.)
12. δεν απαντά στους δόκιμους Αττικούς πεζογράφους, αλλά μόνο σε επικούς, λυρικούς, τραγικούς, σπάνια σε κωμικούς ποιητές, επίσης στους ιατρούς Ιπποκράτη, Γαληνό, Αρεταίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < «βέβαια» + δε. Απαντά και μετά το ημέν*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ήδε — ἥδε (Α) θηλ. τής δεικτ. αντων. όδε …   Dictionary of Greek

  • ἠδέ — and indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδέ' — ἡδέα , ἡδύς pleasant masc/fem acc sg (ionic) ἡδέα , ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (epic ionic) ἡδέα , ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡδέα , ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡδέϊ , ἡδύς pleasant masc/neut dat sg ἡδέϊ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥδε — ὅδε this fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἦδε — ἔδω eat imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾔδε' — ᾔδεο , ἀείδω il.Parv.. imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ᾔδεα , οἶδα see plup ind act 1st sg (epic ionic) ᾔδει , οἶδα see plup ind act 3rd sg (attic epic) ᾔδεε , οἶδα see plup ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾖδε — ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… …   Dictionary of Greek

  • ἠδ' — ἠδέ , ἠδέ and indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤδ' — ἠδέ , ἠδέ and indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”